- στάτης
- και στάτορας, ο, Ν(ηλεκτρολ.) το ακίνητο μέρος μιας ηλεκτρικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στα- τού ίστημι (πρβλ. στάση, στατήρας) + επίθημα –της /-τωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-στάτης — ΝΜΑ βλ. ἵστημι … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
θολοστάτης — ο ο τοίχος στον οποίο στηρίζεται ο θόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + στάτης < ίστημι (πρβλ. πυρο στάτης, φανο στάτης)] … Dictionary of Greek
ιεροστάτης — ἱεροστάτης, ὁ (Α) επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
κεροστάτης — και κηροστάτης, ο εκκλησιατικό και οικιακό σκεύος, στις υποδοχές τού οποίου τοποθετούνται τα κεριά για να στηρίζονται, μανουάλι, κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek
κηρηθροστάτης — ο ειδικό στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι κηρήθρες για να αφαιρεθεί το στρώμα κεριού που έχει σχηματιστεί στα κελλιά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρήθρα + στάτης (< ἵστημη, πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek
κηροστάτης — ο (Μ κηροστάτης) 1. μεγάλο κηροπήγιο στο οποίο τοποθετούνται τα κεριά, κν. μανουάλι 2. μικρό κηροπήγιο με μία ή περισσότερες υποδοχές, κν. καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στάτης (< ἵστημι) πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek
κιονοστάτης — ο κιονόβαθρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + στάτης < θ. στα (πρβλ. ἐ στά θην, παθ. αόρ. τού ἵστημι), πρβλ. υδρο στάτης, φανο στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων τού Αντώνιου Ηπίτη] … Dictionary of Greek
κογχοστάτης — ο ανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + στάτης (< ασθενές θ. στă τού ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek